20 Ιαν 2008

το βλέμμα





H κίνηση είναι κίνηση τετάρτου του ρολογιού, από παρά τέταρτο ας πούμε μέχρι ακριβώς, από οριζόντια αριστερά με τη μύτη παράλληλα στο πάτωμα, μέχρι την απόλυτη κάθετη στην κορυφή, και έπειτα σιγά-σιγά να χαμηλώνει ταξιδεύοντας μέσα στα φωτεινά σκαλοπάτια που εναλλάσσονταν με το απόλυτο σκοτάδι, αργά-αργά, αφήνοντάς τα να τον τυλίγουν, σα βαφή Αφρικανών μάγων, βαφή από το φως του ήλιου που έμπαινε, όπως τρέχει το νερό από τις σχάρες του υπονόμου και που δεν είχε αντίρρηση να περιγράφει και να αγκαλιάζει απαλά τις δικές του κινήσεις.
Έπειτα γύρισε πλάγια για να δει αυτόν τον υπέροχο χορό της σκόνης που με άναρχες και τσιρκουλάνικες κινήσεις - κινήσεις χωρίς λόγο και σκοπό δημιουργούσε την αίσθηση της σιωπής και της ηρεμίας μέσα στην αναστάτωση.
Φύσηξε τον καπνό απ' το τσιγάρο του και μαγεύτηκε από το κομματιαστό τυχαίο ταξίδι του.
Που καταλήγει άραγε;
Γίνεται ίσως ένα ακόμα τμήμα των μικροοργανισμών που γλένταγαν μπρος στα μάτια του;
Σκέφτηκε ότι αν το φως δεν έμπαινε έτσι κομματιαστά από τις γρίλιες του παραθύρου του, δεν Θα είχε πάρει χαμπάρι τίποτα.
Πρώτα-πρώτα έκλεινε τελείως το παντζούρι, έπειτα άνοιγε σιγά-σιγά, μια-μια γρίλια ελευθερωνόταν και άφηνε και από μια στενή δέσμη ήλιου να μπαίνει μέσα. Σιγά-σιγά ελευθέρωνε σχεδόν όλες τις γρίλιες και έπειτα πήγαινε στη γωνία και κοίταγε πόσο απόλυτα αλλά και αδιόρατα χωριζόταν το φως από τη σκιά, πολλές φορές έφερνε την ίριδα του ματιού του στο σημείο όπου φωτιζόταν η μισή, αλλά δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα.
Του άρεσε να είναι παρατηρητής ενός κόσμου που ζούσε μαζί του, που αναστατώνονταν με την κίνηση του χεριού του, αλλά και με την εκπνοή του.
Ενός κόσμου που του ήταν άγνωστος και που αδιαφορούσε για το αν τον παρατηρεί, αν Θα κινούσε το χέρι του, αν Θα έτρωγε, αν Θα κοιμόταν, αν Θα έφευγε. Απλώς υπήρχε, αυτό ήταν όλο, κι αυτό του άρεσε.
Αισθανόταν ζεστά και οικεία.
Ήθελε να ενωθεί μ' αυτόν τον κόσμο, να διαλυθεί κι αυτός εκεί μέσα, να γίνει ένα μόριο, να μην αισθάνεται, να μην πονάει, να συμμετέχει στο παράλογο παιχνίδι του σύμπαντος, με το απειροελάχιστο, με το τυχαίο, με την ουσία.
Να αφήσει τον αέρα να τον ταξιδέψει στις Θάλασσες, στα βουνά, σε σπίτια που να μυρίζουν κλεισούρα, σε νοσοκομεία, σε παραθεριστικά κέντρα, στην στρατόσφαιρα, στους υπονόμους και όλα αυτά να μην έχουν καμιά σημασία.
Να μείνει στο ζεστό Πε-Χα της μύτης ενός τοκογλύφου, ενός αρχιμουσικού, μιας νοικοκυράς, ενός λογοτέχνη ή ενός φοροφυγά και να μην υπάρχει καμιά απολύτως διαφορά.
Να συμμετέχει στον στρόβιλο που αφήνει ένας σκιέρ ή να ακουμπήσει και να κολλήσει στη λίγδα της λάντζας ενός μαγειρείου.
Να μείνει για χρόνια κολλημένος στα τοιχώματα, σε ένα πιστολάκι για τα μαλλιά και να μην τον πάρει χαμπάρι ούτε ό μάστορας όταν Θα το πάνε για επισκευή, μόνο έτσι από τύχη καθαρά κάποια στιγμή να ξεκολλήσει και να εκτοξευτεί ξανά.


(1997)

Δεν υπάρχουν σχόλια: