24 Μαρ 2008

κάθε μέρα και άλλη "ερωτική περιπέτεια"....

Free Image Hosting



καθημερινές συνήθειες πολλών ελλήνων και όχι μόνο βέβαια....!!!!!.....

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

μπαίνε τον

Ανώνυμος είπε...

Η μόνη της ζωής μου (μέχρι τώρα) περιπέτεια
Αθήνα,2 Δεκέμβρη 2005.
Μπήκα φουριόζος μέσα στο STARBUKCS COFFEE της
Κοραή, συνοδευόμενος από μια κυρία που ήθελε να πιει μια
πορτοκαλάδα.
Ήταν οχτώμισυ το βράδυ.
Ήμουν εκεί από τις εφτάμισυ πίνοντας τον καφέ μου
καθισμένος στα έξω τραπεζάκια ενώ περίμενα την κυρία,
που δεν ήρθε παρά με καθυστέρηση μιας ώρας.
Δίπλα μου δυο φοιτητές από τους οποίους ο ένας
ψευδός και μια φοιτήτρια της Νομικής, συζητούσαν
μεγαλόφωνα για τα μαθήματά τους και για τις φιλίες
τους.
Και καθόμουν στα έξω τραπεζάκια γιατί αν και Δεκέμβρης, ο
καιρός ήταν καλοκαιρινός, κάτι που γι αυτό όλοι συζητούσαν εκείνες τις ημέρες.
To κέντρο γεμάτο από παρέες νεαρών που γελούσαν και
ηλικιωμένων ζευγαριών που διάβαζαν την εφημερίδα τους ή ρέμβαζαν κοιτώντας έξω από τα μεγάλα παράθυρα.
Ήμουv ο μόνος που δεν είχα παρέα. Δεν ένιωθα όμως
πολλή μειονεξία ή ντροπή, επειδή αιστανόμουνα δυνάμει συντροφευμένος μιας και ήτανε ζήτημα χρόνου
και το δικό μου ζευγάρωμα.
Όταν λοιπόν φάνηκε η αναμενόμενη συντροφιά μου και μετά τα σχετικά καλωσορίσματα, ένιωσα τόσο βλακωδώς δυνατός και υπερήφανος που χωρίς καμιά πια ντροπή μπήκα φουριόζος στο κατάστημα, ρωτώντας δυνατά πριν ακόμα πλησιάσω στο ταμείο: "Χυμό πορτοκαλάδας έχε...»
Μόλις τότε, προφέροντας το δεύτερο "ε" του "έχετε", συνειδητοποίησα την παρουσία μιας τριανταπεντάχρονης περίπου ωραίας γυναίκας που βρισκόταν μπρος στο ταμείο, παραγγέλνοντας ακόμα. Ένα μόλις συγκρατημένο επιτιμητικό βλέμμα της, που το συνόδεψε με το ελαφρό γύρισμα του κεφαλιού της προς το μέρος από όπου είχε έρθει η αναιδής φωνή, ήταν η αντίδρασή της, αντίδραση που, σ' αυτή την ελαφρά αλλαγή γωνίας από όπου έβλεπα τώρα το πρόσωπο της, τόνισε ακόμα περισσότερο τα όμορφα και όλο ζωντάνια και εκφραστικότητα χαρακτηριστικά του προσώπου της.
Η φωνή μου είχε κοπεί πριν ακόμα αντιδράσει η όμορφη γυναίκα και το ύφος μου άλλαξε σε ντροπιασμένο, ενώ χαμήλωνα τα μάτια μπρος στο όλο ταραγμένη αξιοπρέπεια εκείνο βλέμμα που μου έριξε. Όλα αυτά γίνανε αυτόματα και ασυνείδητα από μέρους μσυ, όπως υποθέτω αυθόρμητη ήταν και η αντίδραση της ωραίας γυναίκας στην απρέπειά μου. Και ύστερα από αυτά, όλα ξαναγύρισαν στην πρώτη τους σειρά, ενώ εγώ δεν είχα καν εκπνεύσει ακόμα τον αέρα που είχα κρατήσει για να εκφέρω το "...τε" του "έχετε".
Εκείνο που αμέσως πάλι χάλασε τη σειρά αυτή και που τώρα έγινε συνειδητά από μέρους μου, ήταν το παρακάτω.
Πριν εκπνεύσω τον αέρα που είχα πάρει στους πνεύμονές μου για να κάνω την παραγγελία της πορτοκαλάδας, μου ήρθε μια ιδέα που, χωρίς να την επεξεργαστώ διόλου, την έκανα αμέσως πράξη, Έτσι, τον εναπομείναντα αυτόν αέρα, η γλώσσα και τα δόντια μου τον επεξεργάστηκαν για να φτιάξουν την τελευταία συλλαβή του "έχετε" που ακόμα δεν είχε εκφερθεί και να την εκφέρουν σιγανά και επιτηδευμένα και ντροπαλά τώρα, ενώ τα μάτια μου έβλεπαν προς την κομψή κυρία, που συνέχιζε τη δοσοληψία της με την
υπάλληλο, αμέριμνα και πάλι και χωρίς να δίνει σημασία σε ότι είχε γίνει λίγο ΠΡΙΝ.
Περίμενα να δω την αντίδρασή της, ελπίζοντας κατά βάθος να δω πάλι το υπέροχο πρόσωπό της και από κάποιαν άλλη τώρα γωνία.

To "…τε" μου αυτό ειπώθηκε τόσο δυνατά, ώστε μόλις να ακουστεί και μόνον από την ωραία εκείνη γυναίκα και τόσο σιγανά όσο
του έπρεπε για να αποδώσει τον τόνο της
μεταμέλειας, της αιδημοσύνης, της υποταγής, ακόμα ίσως
τη χροια της αίτησης συγνώμης για το ατόπημα που είχα
διαπράξει.
Πάλι λοιπόν, όπως επεδίωκα και όπως περίμενα, η άγνωστή μου αντέδρασε.
Τώρα όμως πόσο διαφορετικά!
Ένα αυθόρμητο γέλιο που με μεγάλη προσπάθεια
κατάφερε τέλος να ελέγξει, φώτισε το πρόσωπό
της δημιουργώντας δίπλα στις γωνίες του στόματός της δυο χαριτωμένες ρυτιδούλες. To κεφάλι στράφηκε τώρα
ολόκληρο προς εμένα με μια τέτοιαν άφεση χυμένη πάνω
στο ελευθερωμένο από όποιαν έγνοια και συνθήκη
πρόσωπο, που με έκανε να φαντάξω σαν δημιουργός που
μ' αυτό μπορούσα να κάνω ότι ήθελα.
Όλα αυτά τα είδα σηκώνοντας λίγο μόνο τα μάτια μου-
από ντροπή δα…- και όχι το κεφάλι.
Μετά από αυτό, εκείνη ξαναγύρισε μπροστά
της, κρατώντας όμως την έκφρασή της εκείνη του
γέλιου στο πρόσωπο της.
Όλα όσα περίγραψα πιο πάνω γίνανε στο διάστημα που
κρατάει ένας ανασασμός.
Η σύντροφός μου σε όλο αυτό το διάστημα διάλεγε το
σάντουιτς που θα συνόδευε με την πορτοκαλάδα της.
Δυστυχώς όμως γι αυτήν, το μηχάνημα που στύβει τα
πορτοκάλια είχε χαλάσει και περιορίστηκε εκτός από το
σάντουιτς σ' έναν καφέ.
To μαγαζί μέσα ήταν σχεδόν γεμάτο κι έτσι
στριμωχτήκαμε σε ένα μικρό τραπεζάκι στη γωνία που
στρίβει κανείς πηγαίνοντας προς την κουζίνα και πιο
πέρα αριστερά εκεί που πηγαίνει κανείς να πλύνει τα
χέρια του πριν από το φαγητό.
Πριν από μας, τελειώνοντας τη συναλλαγή της με την
ταμία, η μόνη γυναίκα έπιασε ένα τραπεζάκι στο κέντρο της αίθουσας που μόλις είχε αδειάσει.
Δεν την έβλεπα πια από τη θέση που τώρα ήμουν.
Αρχίσαμε να λέμε τα δικά μας με τη συντροφιά
μου, αρχίζοντας από τις δικαιολογίες της για την
αργοπορία της στο ραντεβού μας. Και θα λέγαμε πολλά
γιατί είχαμε δέκα μέρες να ιδωθούμε.
Όσο για μένα, αν ένιωθα σαν στρατηγός με όλον το
στρατό του έτοιμον για μάχη όταν ήρθε η συντροφιά
που περίμενα, τώρα, μετά το περιστατικό με την ωραία
άγνωστη, ήμουν ικανός να οδηγήσω τις στρατιές του
Ναπολέοντα στην πιο νικηφόρα μάχη τους. Επειδή
αιστανόμουν όχι μόνο ζευγαρωμένος πλέον, αλλά η
φαντασία μου με οδηγούσε να σκέφτομαι ότι αν
ήθελα, θα μπορούσα να έχω κατακτήσει εκείνη την
κυρία, αρκεί να βρισκόμασταν κάτω από ευνοϊκότερες
συνθήκες. Στην ουσία κάτω από μια ευνοϊκότερη
συνθήκη: να ήμουν κι εγώ μόνος απόψε μέσα εδώ.
Μερικές φορές όμως η πραγματικότητα ΟΧΙ μόνον
ξεπερνάει τη φαντασία, αλλά πρωταγωνιστεί σε καταστάσεις που η φαντασία δε θα τολμούσε να δημιουργήσει.
Έτσι έγινε και το βράδυ εκείνο.
Για μένα, με την κουβέντα που είχα αρχίσει, όλο κι
έσβηνε η θύμηση του περιστατικού εκείνου και
αφοσιωνόμουν όλο και πιο πολύ στη συζήτηση και στην
αφηρημένη παρατήρηση των πέριξ.
Ήξερα, για μια δυο μέρες θα θυμόμουν τη μορφή της
γυναίκας εκείνης όλο ΚΑΙ λιγότερο, ώσπου αυτή να
έσβηνε κάτω από την πίεση των προβλημάτων της
καθημερινότητας ή κάτω από μια νέα εντύπωση όποιας
φύσης, ίδιας σε ένταση ή πιο έντονης από αυτήν.
Μα όπως είπα πιο πάνω, τα πράγματα δεν γίνονται πάντοτε όπως
τα περιμένουμε.



Έχοντας αφήσει το πανωφόρι της προφανώς σε κάποιαν αδειανή καρέκλα του τραπεζιού της, εμφανίστηκε ξάφνω κατευθυνόμενη προς το βάθος του διαδρόμου η ωραία μου άγνωστος. Είχε κάτω από τη μασχάλη της ένα τσαντάκι από κείνα noυ oι γυναίκες κρύβουν μέσα τους όλα εκείνα τα περίεργα μικροαντικείμενα του πρόχειρου καλλωπισμού τους.
Χωρίς το πανωφόρι της έδειχνε ένα καλοφτιαγμένο και γεμάτο θηλυκότητα και πρόκληση σώμα, που περπατούσε σοφά λικνιζόμενο πάνω σε δύο καλλίγραμμα πόδια, με κνήμες από κείνες που μπορεί κανείς να τις λατρεύει αιωνίως.
Πηγαίνοντας για τον χώρο όπου θα "φρεσκαριζόταν" θα περνούσε κατ' ανάγκην από δίπλα μου.
Έτσι κι έγινε.
Μόνο που περνώντας, το αριστερό της χέρι άφησε πάνω στο τραπέζι όπου καθόμουν, φροντίζοντας ώστε αυτό καθώς το απόθεσε πάνω στο τραπέζι να γλιστρήσει και να σταθεί ακριβώς κάτω από το πιάτο που βρισκόταν μπροστά μου, ένα μικρό κομμάτι ροζ χαρτιού.
Η κίνηση αυτή έγινε πολύ γρήγορα και χωρίς τα μάτια της να γυρίσουν ούτε για μια στιγμή προς το τραπέζι μου, έτσι όπως θα άφηνε την απόδειξη του λογαριασμού ένας υπάλληλος που έχει τέτοιαν αντίληψη του χώρου όπου για χρόνια δουλεύει, ώστε το χέρι του πηγαίνει τελείως μηχανικά στο μέρος που πρέπει, ενώ το κεφάλι του μπορεί να έχει μέσα του άλλες σκέψεις, τα μάτια του άλλα είδωλα και άλλον προορισμό τα βήματά του. Γρήγορα και χωρίς πολλές προφυλάξεις, επειδή η σύντροφός μου ήταν σοβαρά απασχολημένη με το ξεδίπλωμα του πλαστικού του σάντουΐτς με κοτόπουλο και σάλτσα βασιλικού, πήρα και διάβασα το χαρτί. Απλό και επιτακτικό: "Διώξε την παρέα σου".
Αυταρχισμός; Σιγουριά για τη δύναμή της; Η γυναικεία διαίσθηση που διαβλέπει τις προθέσεις και καθορίζει τα γεγονότα; Επιθυμία σε βαθμό ασυγκράτητο για κάτι;
Κάποιο απ’ αυτά μόνο του, ήταν ικανό να σπρώξει τη γυναίκα στην πράξη της εκείνη; Κι αν όχι, συνδυασμός ποιων απ’ αυτά τότε;
ΤΙ άφησα έξω από τις πιθανότητες που έσπρωξαν τη
γυναίκα αυτή να μου δώσει αυτό το σημείωμα;
Άγνωστη παρόλα αυτά η αιτία της βαριάς αυτής
διαταγής.
Και ο σκοπός της; Τι άλλο παρά ο έρωτας;
Μα μια τριαντάρα-τριανταπεντάρα το πολύ ωραία
γυναίκα μ' έναν άντρα που θα μπορούσε να είναι πατέρας της; Έστω- τι άλλο;
Ή μη τυχόν και όλα αυτά ήτανε ο κρίκος μιας αλυσίδας
γεγονότων που αφορούσαν μόνο εκείνην και εγώ θα
γινόμουν ένα πιόνι σε κάποιο άγνωστό μου παιχνίδι της-
μαφιόζικο, κατασκοπικό, ή ότι άλλο τέτοιο;
Αλήθεια, για λίγο σκέφτηκα κι έτσι.
Καλά όλα αυτά. Μα τώρα; Τι να έκανα; Και αν επρόκειτο για μιαν ερωτική πρόσκληση, υπήρχε άντρας που θα έλεγε όχι σ' αυτήν, σε μιαν ηλικία μάλιστα που oι ευκαιρίες είναι τόσο περιορισμένες; Όμως και τα άλλα, τα περισσότερο απίθανα σενάρια αν θέτονταν μπροστά μου σαν επιλογές, το ίδιο θα ίσχυε, για μένα τουλάχιστον. Μετά τόσες αστυνομικές, κατασκοπευτικές, μυστηριώδεις υποθέσεις κάθε φύσης που είχα διαβάσει, είχα δει στο σινεμά ή μου είχαν διηγηθεί, να η ευκαιρία να γινόμουν κι εγώ ένα πρόσωπο από τα τόσα που έχουν πραγματική συμμετοχή σε κάτι παρόμοιο.
Και ενώ είχα σχεδόν αποφασίσει να εκτελέσω την εντολή που τελεσιγραφικά λες μου δόθηκε, ήρθε το κορμί εκείνο να μου δείξει ΚΑΙ τις πίσω του ομορφιές, καθώς ξαναγυρίζοντας εκείνη στη θέση της, περνούσε πάλι από δίπλα μου, απομακρυνόμενη τώρα. To όραμα αυτό, εξαφάνισε και τους τελευταίους δισταγμούς μου και όποιες σκέψεις μου.





Χωρίς πολλά, δημιούργησα μια κατάσταση λησμονηθέντος επείγοντος ΚΑΙ ΒΓΗΚΑ ΓΡΗΓΟΡΑ από το καφέ μαζί με τη συντροφιά μου. Όταν αποχαιρετιστήκαμε, τράβηξε καθένας για τον προορισμό του, μόνο που εγώ, όταν σιγουρεύτηκα ότι η πριν λίγο παρέα μου είχε οριστικά φύγει, ξαναγύρισα και μπήκα πάλι στο κατάστημα.
Πήγα κατ' ευθείαν κι έκατσα στο ίδιο με κείνην τραπεζάκι, σε μιαν άδεια καρέκλα απέναντι από την εντολέα μου, κοιτάζοντάς την ίσια στα μάτια, περιμένοντας να μιλήσει εξηγώντας μου τα όσα μέχρι τότε φάνταζαν ανεξήγητα.
Με κοίταξε χαμογελώντας μ' ένα θείο χαμόγελο.
-Ευχαριστώ, μου είπε, και συγνώμη για το άξεστο
σημείωμα.
-Αφού είμαι εδώ ξέρεις καλά πως σ’ έχω κιόλας
συγχωρήσει.
Σοβαρεύτηκε-μια σοβαρότητα ήρεμη, αποφασιστική.
Με κοίταξε μέσα στα μάτια.
-Είσαι έξυπνος, μου είπε. Μια διαπεραστική, μια
ραφιναρισμένη και μαζί μια σχεδόν ενδομήτρια,
ολόγιομη εξυπνάδα.
Είσαι ευαίσθητος σ' ότι πιο μικρό και σ' ότι πιο μεγάλο.
Και η σπίθα της επιθυμίας στα μάτια σου είναι αλάθητο
σημάδι του πόθου και ικανή κα! αναγκαία συνθήκη του
έρωτα.
Όλα αυτά τα 'χω βρει στους άντρες ένα ένα χωριστά.
Μα σε κανέναν όλα μαζί.
Σταμάτησε να μιλάει.
Πήρε το πιρούνι από το σερβίτσιο της, το κράτησε και με τα δυο της χέρια μπροστά της στο ύψος του τραπεζιού, έγειρε το κεφάλι και βάλθηκε να το κοιτάζει. Αφού έμεινε έτσι για μερικά δευτερόλεπτα, χωρίς να πάρει το κεφάλι ή τα μάτια της από εκεί, είπε σιγά,
-Θέλω να κάνω έρωτα μαζί σου.
Την κοίταξα για ώρα. Αυτή σκυμμένη περιμένοντας την
απάντησή μου και εγώ ο κύριος πια του
παιχνιδιού, εκείνος που θα έπαιρνε την απόφαση, εκείνος
που θα έλεγε το ναι ή το όχι,
Οί παράδεισοι άνοιξαν μπροστά μου όλες τις πόρτες
τους και με καλούσαν.
Θα έλεγα ναι-θα έμπαινα μέσα στους παραδείσους
αυτούς;
Ή μήπως θα υπάκουα σε μιαν άλλη φωνή, που παράλληλα
με κείνην έκαιγε τ' αυτιά μου; Και μου 'λεγε αυτή η φωνή:
ΌΧΙ! Πες όχι! Πάρε εκδίκηση για τα εκατοντάδες όχι που
ολοζωής σου λένε οι γυναίκες. Είναι η μοναδική σου
ευκαιρία. Στο πρόσωπό της ξοφλάς όλες τις δυστυχίες
που σ' έχει ποτίσει η ζωή σου μέχρι σήμερα και γίνεσαι
κσι πάλι ευτυχισμένος. Πες όχι, Γι αυτό ήρθε αυτή σε
σένα, σταλμένη δεν ξέρω από ποιο αγαθό σου
πεπρωμένο, για να σε λυτρώσει από την Κόλαση που οι
αντιπρόσωποι του φύλου της σ' έχουν ρίξει σ’ αυτήν με τις
αρνήσεις τους. Θυμήσου-πόσες πίκρες πήρες, πόσα όχι
άκουσες; Δεν ήταν όσες καί ΟΙ πεθυμιές σου; Δείξου
δυνατός. Σύντριψέ την μ' ένα όχι σου και χτίσε με τα
συντρίμμια της τον διαλυμένο σου εαυτό.
Μα όπως μια μπόρα σβήνει μια πυρκαγιά, έτσι και ο
πόθος μου ήρθε για ακόμα μια φορά να αφανίσει κάθε
άρνηση, κάθε αντίσταση, κάθε ρεβανσιστικό όχι από τη
σκέψη και από τα χείλη μου.
Εκείνη έμενε στην ίδια στάση σαν πετρωμένη σ’ αυτήν.
Της πήρα απαλά το πιρούνι από το χέρι και το απόθεσα
στο πιάτο. Πήρα το χέρι της στο δικό μου. To ένιωσα να
τρέμει.
Σηκώθηκα.
-Πάμε, της είπα.
Σήκωσε το κεφάλι, αντίκρυσε το συντονισμένο με την
επιθυμία της πρόσωπό μου, μετά σηκώθηκε γελώντας σαν
ευτυχισμένο παιδάκι, άρπαξε την τσάντα της, έριξε με το ένα χέρι το πανωφόρι της όπως όπως στους ώμους της και βγήκαμε σκουντώντας εδώ και κει τους άλλους πελάτες στη βιασύνη μας.
Πηγαίνοντας προς το σπίτι της με το ταξί, το στόμα κανενός μας δεν είχε την ευκαιρία να μιλήσει. Εξάλλου δε χρειάζονταν. To ρόλο αυτόν τον είχαν αναλάβει τα μάτια, τα πόδια, τα χείλια, τα χέρια μας τέλος, με πρωταγωνιστές τους τα δάχτυλά μας.
Η σοφία του Δημιουργού δείχνεται θαυμάζοντας και μελετώντας τα δημιουργήματά του. Όλη η σοφία του Δημιουργού δείχτηκε σε μένα σε κείνη τη διαδρομή, από την ικανότητα που έχουν τα δάχτυλα να αιστάνονται.
Μετακινώντας τα δάχτυλά σου πέντε, δέκα, είκοσι εκατοστά πιο πέρα και αγγίζοντας ένα άλλο σώμα, θαυμάζεις για την αίσθηση που αποκτάς πως τότε έχεις όλα όσα πάντα ήθελες. Και θαυμάζεις για την αποκάλυψη πως η ευτυχία βρίσκεται τόσο κοντά σου που φτάνει ν' απλώσεις το χέρι σου και να την έχεις.
Και δεν μπορείς να μη σκεφτείς πως λάθος έχουν οι αστρονόμοι που υπολογίζουν τη διάμετρο του σύμπαντος οε δισεκατομμύρια έτη φωτός, αφού να, η διάμετρός τους είναι το πολύ πέντε δέκα εκατοστά.
Φτάσαμε στο σπίτι της. Δεν πρόλαβα να δω τίποτε από τους χώρους ή τη διακόσμησή του. Μπροστά μου, λες κα! ήτανε ακριβώς πίσω από την εξώπορτα, φανερώθηκε όταν την ανοίξαμε μόνο ένα μεγάλο κρεβάτι το οποίο τράβηξε αμέσως τα κορμιά μας σαν μαγνήτης…
Αν ένας εξωγήινος, που έχει διδαχτεί ότι η φωνή του ανθρώπου μεταδίδεται με κύματα σε μεγάλες σχετικά αποστάσεις βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο την ώρα εκείνη, θα δυσκολευόταν να εξηγήσει γιατί η ωραία γυναίκα έπρεπε να ακουμπήσει με τόσο ζήλο τα χείλια της στο αυτί μου για να μου ψιθυρίσει: «κάπου στο κορμί μου έχω μιαν ελίτσα και δε θυμάμαι πού-βρες την οε παρακαλώ.»
Ούτε θα μπορούσε να καταλάβει γιατί κι εγώ με τη σειρά μου έπρεπε να βρω, σέρνοντας το στόμα μου πάνω στο πρόσωπό της, το δικό της αυτάκι, μόνο και μόνο για να την καθησυχάσω λέγοντάς της: «πόντο πόντο θα ψάξω το κορμί σου μα θα τήνε βρω.»
Απ’ όλη αυτή την ιστορία πήρα ένα μάθημα που αν και γιατρός δεν το ήξερα.
Και αν μεταφέρω εδώ την ιστορία αυτή, δεν είναι παρά για να μεταδώσω και σε όποιον τη διαβάσει, τη γνώση που απόκτησα κι εγώ: ότι οι ελιές στο κορμί μιας γυναίκας βρίσκονται καμιά φορά στα πιο απίθανα μέρη.

Γιώργης Χολιαστός