«Μινιμαλισμός»: όρος με τον οποίο κανένας συνθέτης δεν αισθάνθηκε άνετα, παρότι κανείς δεν τον απόφυγε. Υπήρξε το πιο δημοφιλές μουσικό στιλ που εμφανίστηκε στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αι., ένα ρεύμα που βρήκε απήχηση εξ ίσου σε φίλους της ροκ, της τζαζ και της κλασικής μουσικής. Ισορρόπησε με μεγάλη επιτυχία ανάμεσα στη σοβαρή και στην ποπ μουσική. Για τους πολέμιούς του δεν αποτελεί παρά ένα είδος το ίδιο απλοϊκό και επαναληπτικό όσο η ποπ. Είναι μία συγκαλυμμένη εκδοχή της, μία ψευδής επίκληση υψηλότερων αξιών. Αντίθετα, για τους φίλους του, αποτέλεσε διέξοδο, συνδυάζοντας στοιχεία της κλασικής παράδοσης, της λαϊκής μουσικής αλλά και μουσικών πολιτισμών εκτός του δυτικού. Με τη γλώσσα που δημιούργησε, επανάφερε το μεγάλο κοινό στις αίθουσες συναυλιών και στις όπερες, αποκαθιστώντας την τραυματισμένη επαφή ανάμεσα στους σύγχρονους συνθέτες και στους φιλόμουσους.
Ελαχιστοποίηση και επανάληψη
Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του μινιμαλισμού: η ακραία ελαχιστοποίηση και απλοποίηση των μουσικών μέσων και η επανάληψη. Ως λογική, η επανάληψη στη μουσική προϋπήρξε του μινιμαλισμού. Φούγκες του Μπαχ, τα εισαγωγικά μέτρα στον βαγκνέριο «Χρυσό του Ρήνου», το «Μπολερό» του Ραβέλ είναι διάσημα παραδείγματα. Οι συνθέτες δημιουργούν μία αίσθηση «στάσης» ή «αδράνειας» με στόχο τη μεγιστοποίηση του συναισθήματος δράσης όσων ακολουθούν. Κυριαρχεί μία λογική κλιμακώσεων και αποκλιμακώσεων. Αντίθετα, στους πρώτους μινιμαλιστές, η «στάση» –σε αντίθεση προς την «εξέλιξη» και τη θεματική ανάπτυξη– είναι το ίδιο το έργο. Ο Φίλιπ Γκλας μιλά για «μουσική δίχως πρόθεση». Ο χρόνος προσδιορίζεται διαφορετικά. Μισό αιώνα νωρίτερα, το 1893, στις «Ενοχλήσεις» (Vexations) του, ο Ερίκ Σατί είχε επαναλάβει 840 φορές την ίδια μουσική φράση, αποτελούμενη από 18 νότες!
Ποπ, εξωτισμός και δωδεκαφωνία
Οι τέσσερις βασικοί θεμελιωτές του μινιμαλισμού είναι Αμερικανοί: η έλλειψη μουσικής παράδοσης με ιστορικό βάθος στις ΗΠΑ είναι καθοριστική. Λα Μόντε Γιανγκ, Τέρι Ράιλι, Στιβ Ράιχ και Φίλιπ Γκλας, όλοι τους γεννημένοι ανάμεσα στα 1935 και 1937, αρχικά υπήρξαν φίλοι ή και συνεργάτες. Πρώτες αναφορές και για τους τέσσερις ήταν η τζαζ, ενώ όλοι τους ενθουσιάστηκαν όταν προσέγγισαν τους συνθέτες της δωδεκαφωνίας. Όμως, καθώς οι γνώσεις των Αμερικανών για το παρελθόν της ευρωπαϊκής μουσικής ήσαν περιορισμένες, αξιοποίησαν τα διδάγματα με διαφορετικό τρόπο. Eνα τρίτο κοινό στοιχείο ήταν η αναζήτηση αναφορών στους πολιτισμούς Ασίας και Αφρικής. Είχαν προηγηθεί Γάλλοι συνθέτες των αρχών του 20ού αι., όπως ο Ντεμπισί.
Η λογική των συγκροτημάτων
Ως προς τον τρόπο προσέγγισης των μουσικών πηγών και παρουσίασης των έργων, καθοριστική υπήρξε η ποπ κουλτούρα της δεκαετίας του ’60. Η νέα μουσική πρόταση εντάχθηκε στο πνεύμα αμφισβήτησης της εποχής των Μπιτλς, που εισήγαγαν στοιχεία ινδικής μουσικής στη ροκ. Η φιλοσοφία των ανατολικών λαών και ο διαλογισμός βαδίζει χέρι–χέρι με τους πλαστούς παραδείσους της ψυχεδέλειας.
Καθένας από τους τέσσερις πρωτοπόρους του μινιμαλισμού σχημάτισε από ένα δικό του μουσικό σύνολο, με το οποίο παρουσίαζε τα έργα του περιοδεύοντας ανά τον κόσμο. Παίζοντας σε χώρους όπου εμφανίζονταν κυρίως συγκροτήματα της ποπ προσέλκυσαν το κοινό της ροκ και απώθησαν την ακαδημαϊκή κοινότητα. Hδη από το 1960, στο διαμέρισμά της στο Μανχάταν, η Γιόκο Oνο οργανώνει τις πρώτες συναυλίες σε εναλλακτικό χώρο. Παρούσα όλη η διανόηση της Νέας Υόρκης: Μαρσέλ Ντισάμ, Τζον Κέιτζ, Τζάσπερ Τζόουνς, Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ.
Οι μινιμαλιστές έστρεψαν την πλάτη τους τόσο στον κόσμο της δωδεκαφωνίας του Βέμπερν όσο και σε αυτόν της τυχαιότητας του Κέιτζ. «Μπέριο, Λίγκετι, Λιουτοσλάφσκι, Μεσιάν και μερικοί ακόμα συνθέτες της μεταπολεμικής εποχής είναι όλοι σπουδαίοι, αλλά δεν καταλαμβάνουν παρά μία πολύ μικρή κόγχη μιας μεγάλης εκκλησίας» διατείνεται ο Τζον Aνταμς.
Οι μινιμαλιστές προτίμησαν τη δοκιμασμένη τονική γλώσσα της ποπ μουσικής, που οι συνθέτες της «μουσικής πρωτοπορίας» διακήρυτταν ως ξοφλημένη. Ο Στιβ Ράιχ πιστεύει ότι η διαδικασία εξέλιξης της μουσικής πρέπει να γίνεται αντιληπτή από τον ακροατή και οφείλει να πραγματοποιείται πολύ αργά. Είναι προφανές ότι για το παραδοσιακό κοινό της κλασικής μουσικής, η μουσική των μινιμαλιστών είναι εξόχως κουραστική καθώς απαιτεί διαφορετικά «εργαλεία» ακρόασης. Αντίθετα, για όσους είναι συνηθισμένοι στις ατέρμονες επαναλήψεις της τζαζ ή του ροκ, ο κόσμος της είναι πολύ ευκολότερα προσπελάσιμος.
Τον Νοέμβριο του 1976 η παρουσίαση της όπερας του Γκλας «Ο Αϊνστάιν στην παραλία» στη Μητροπολιτική Oπερα της Νέας Υόρκης σήμανε την αναγέννηση της αμερικανικής όπερας χάρη σε μία σειρά από ενδιαφέροντα έργα που ακολούθησαν. Ταυτόχρονα, ήταν το τέλος μιας εποχής, καθώς το περιθώριο έγινε κατεστημένο: ο δρόμος για το μεγάλο κοινό ήταν ανοικτός. Το 1982, μετά τους Κόπλαντ και Στραβίνσκι, ο Γκλας έγινε ο τρίτος συνθέτης στην Ιστορία, που απέκτησε αποκλειστικό συμβόλαιο ηχογραφήσεων με την CBS: μία δισκογραφική εταιρεία σε ρόλο μαικήνα –με το αζημίωτο φυσικά.
Ο μινιμαλισμός δεν άργησε να περάσει τον Ατλαντικό. Είναι προφανές ότι κατ’ αρχήν βρήκε άμεση ανταπόκριση σε χώρες όπου το ιστορικό βάθος μουσικής παράδοσης είναι περιορισμένο. Ο Βρετανός Μάικλ Νάιμαν, ο Ολλανδός Λούις Αντρίσεν και ο Βέλγος Βιμ Μέρτενς είναι ονόματα γνωστά στους περισσότερους. Ειδικότερα ο Νάιμαν, ο άνθρωπος που το 1968 εισήγαγε τον όρο «μινιμαλισμός», κατέκτησε ένα τεράστιο κοινό χάρη στις κινηματογραφικές ταινίες του Πίτερ Γκρίναγουέι («ZOO», «Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της», «Τα βιβλία του Πρόσπερο» – συνολικά 18 ταινίες) καθώς επίσης τα «Μαθήματα πιάνου» της Τζέιν Κάμπιον, των οποίων το σάουντρακ πούλησε περισσότερα από 1,5 εκατομμύρια αντίτυπα! Παρά την κλασική του μουσική παιδεία ο Νάιμαν αναφέρει ως πρωταρχικές πηγές έμπνευσής του συγκροτήματα όπως οι Μπιτλς και οι Βέλβετ Aντεργκραουντ. Σύντομα και αυτός σχημάτισε το δικό του γκρουπ: ενισχυμένα χάλκινα πνευστά, έγχορδα, ηλεκτρικό πληκτροφόρο και ηλεκτρική κιθάρα. Oμως, αντίθετα απ’ ό,τι οι Αμερικανοί, ο Νάιμαν δεν άντλησε από εξωευρωπαϊκούς μουσικούς πολιτισμούς. Τοποθετεί το εαυτόν του στη συνέχεια της ευρωπαϊκής μουσικής παράδοσης και εισάγει στη γλώσσα του μινιμαλισμού τη λογική των εντάσεων και αποφορτίσεων με την οποία είχε μεγαλώσει. Επεξεργάζεται ένα συνεχές βάσιμο του Περσέλ, τους μηχανιστικούς ρυθμούς του μπαρόκ, μία μελωδία του Σούμπερτ και μία ακολουθία συγχορδιών του Μότσαρτ με τα «εργαλεία» του μινιμαλισμού, τα επενδύει με τους τραχείς ήχους του συγκροτήματός του και επιτυγχάνει –στην καλύτερη περίπτωση– μία μεταμοντέρνα επαναπροσέγγιση του παρελθόντος. Όπως για τον Γκριναγουέι έτσι και για τον Νάιμαν η ιστορία υπάρχει προκειμένου να επανεξεταστεί: η εκ νέου ερμηνεία της μπορεί να έχει ένα τολμηρό –έως τρομακτικό– πρώτο επίπεδο, αλλά από πίσω υπάρχει μία ορθολογική, φορμαλιστική δομή, που εξασφαλίζει τη συνοχή.
Ανατολική Ευρώπη
Σε αυτό το σημείο, δηλ. της επανεξέτασης της ιστορίας, «μπαίνουν» στην εικόνα μας οι «Ανατολικοί». Στα έργα συνθετών όπως οι Εσθονοί Αρβο Περτ και Eρκι-Σβεν Τίιρ, ο Πολωνός Χένρικ Γκόρετσκι και ο Γεωργιανός Γκίγια Καντσέλι, ο μινιμαλισμός απέκτησε πνευματικότητα που δύσκολα θα φανταζόταν κανείς στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Γεννημένοι σε μία γκρίζα εποχή στην ιστορία της χώρας τους, οι συνθέτες αυτοί αναζήτησαν πίστη και διεξόδους μέσα από την τέχνη τους. Ο Aρβο Περτ προσέγγισε το θρησκευτικό συναίσθημα μέσα από τη μεσαιωνική μουσική, με την οποία μοιράζεται τη γαλήνια διάθεση. Μελέτησε το γρηγοριανό μέλος, την αυστηρή πολυφωνία του 13ου αι., τις Λειτουργίες της Αναγέννησης, τα μοτέτα του Oμπρεζτ, του Oκεγκεμ και του Ζοσκέν ντε Πρε. Το 1968 μελοποίησε το «Πιστεύω»: η σύνθεση απαγορεύτηκε από τις σοβιετικές αρχές, που ήσαν αντίθετες προς τη «νέα» απλότητα και την «παλαιά» πνευματικότητα του συνθέτη. Το 1984, όταν τα πρώτα έργα του Περτ προωθήθηκαν στην Δύση μέσω της δισκογραφίας, ο μουσικός κόσμος ανακάλυψε μία άλλη εκδοχή του μινιμαλισμού: η λιτότητα, η έλλειψη μουσικών διαφωνιών και ο ακραίος περιορισμός των μουσικών μέσων σε έργα όπως το «Αδελφοί» (Fratres) έδρασαν λυτρωτικά. Πρωτεύοντα ρόλο δεν είχε η μορφή αλλά το μήνυμα. Κατά την τελευταία δεκαπενταετία του 20ού αι. έργα εμπνευσμένα από ένα νέο-θρησκευτικό συναίσθημα πλήθηναν και στη Δυτική Ευρώπη, με κυριότερους εκπροσώπους τον Bρετανό Τζον Τάβενερ και τον Σκοτσέζο Τζέιμς Μακ Μίλαν. Ο πρώτος δεν επιθυμεί να εκφραστεί μέσω της μουσικής του, αλλά επιδιώκει την υπέρβαση του εαυτού του μέσω της κατάδυσης στο ορθόδοξο δόγμα. Ο δεύτερος έχει μία περισσότερο πολιτικοποιημένη οπτική, που στοχεύει μάλλον στις αδικίες αυτής της ζωής παρά στην υποσχόμενη σωτηρία της επόμενης.
Διά ταύτα
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του μινιμαλισμού υπήρξε η ανανέωση της σχέσης των συνθετών με το κοινό μέσα από την ποπ μουσική. Τόσο, που δικαιούται κανείς να μιλήσει για μία «λαϊκή» αντίδραση προς τη στεγανή υψηλή κουλτούρα της ατονικής μουσικής και της μεταπολεμικής «μουσικής πρωτοπορίας» μέσα από ένα είδος μουσικής, που έδειξε εκ νέου εμπιστοσύνη στην προσιτή σε όλους τονική γλώσσα. Έτσι, κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αι. ο μινιμαλισμός επανάφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση περί υψηλής και μη τέχνης, επανεισάγοντας στα έργα το «ανθρώπινο στοιχείο», που οι εκφραστές της μουσικής πρωτοπορίας έμοιαζε να έχουν χάσει. Αντίθετα προς τον «φόβο προς κάθε τι ανθρώπινο και κυρίως προς κάθε τι προσωπικό», που διαπιστώνει ο διαπρεπής μουσικολόγος Κ. Φλώρος στα έργα της «μουσικής πρωτοπορίας», ο μινιμαλισμός παραμέρισε θέματα μορφής και δομής (ομολογουμένως με εξόχως φορμαλιστικό τρόπο) και εξέφρασε με άμεσο τρόπο σύγχρονες ανθρώπινες ιστορίες, αγωνίες, συναισθήματα.
---------------------------------------------------------------------------------------------
Ο μινιμαλισμός ήταν μέρος μιας αντίδρασης στην απρόσιτη μουσική συνθετών όπως ο Schoenberg, ο Boulez, ο πρώιμος Cage. Από τους πρώτους μινιμαλιστές συνθέτες, ο LaMonte Young, μαθητής του Schoenberg, ενσωματώνει σειραϊκές επιρροές στα μίνιμαλ έργα του. Ο Terry Riley, επηρεάζεται από τις συνεχείς επαναλήψεις μοτίβων στην ινδική και τη ροκ μουσική.
Ο μινιμαλισμός και οι σχετικές με αυτόν τάσεις στη μεταμοντέρνα μουσική δημιούργησαν το υπόβαθρο για την επανένωση λαϊκής και ‘σοβαρής’ μουσικής. Γύρω στο 1970, avant garde ροκ και ποπ μουσικοί, στρέφονται προς τις ηλεκτρονικές ενορχηστρώσεις, τη χρήση ανατολικών ρυθμών ή οργάνων και την επαναλαμβανόμενη μουσική, με εμμονή που θυμίζει τον βόμβο των μπάσων μιας πίπιζας, παρόμοια σε στυλ με τον μινιμαλισμό. Οι λούπες της μαγνητοταινίας προεικονίζουν το sampling (στην techno και την house μουσική) και το scratching (στο hip-hop).
Επιπρόσθετα, η ‘ειρωνική’ cut and paste προσέγγιση στα ύστερα έργα του Stockhausen -τα οποία συνδυάζουν στοιχεία ‘υψηλής’ και ‘χαμηλού επιπέδου’ τέχνης- υπήρξε βασική επιρροή αρκετών ποπ και ροκ συνθετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου