Ετυμολογία
σωλήνας αρσενικό
- οποιοδήποτε κοίλο κυλινδρικό αντικείμενο
- κοίλο κυλινδρικό αντικείμενο κατασκευασμένο συνήθως από μέταλλο ή πλαστικό που χρησιμοποιείται κυρίως ως αγωγός για τη μεταφορά υγρών (π.χ. νερού) ή αερίων (π.χ. φυσικό αέριο) ή για την τοποθέτηση ηλεκτρικών ή τηλεφωνικών καλωδίων
- δοκιμαστικός σωλήνας: μικρής διατομής κυλινδρικό γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται σε επιστημονικά εργαστήρια
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός |
|---|---|---|
| Ονομαστική | σωλήνας | σωλήνες |
| Γενική | σωλήνα | σωλήνων |
| Αιτιατική | σωλήνα | σωλήνες |
| Κλητική | σωλήνα | σωλήνες |




1 σχόλιο:
Η κλειστή είσοδος του κόλπου: Στα κορίτσια ο κολπικός σωλήνας διατηρείται κλειστός από τον παρθενικό υμένα και προφυλάσσεται έτσι από τις λοιμώξεις. Με την έναρξη της σεξουαλικής ζωής και με τους τοκετούς ο φυσικός αυτός φραγμός γίνεται λιγότερο σημαντικός.
Δημοσίευση σχολίου